διατρίβω

διατρίβω
(AM διατρίβω)
1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ
2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.)
3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)
4. απασχολούμαι με κάτι, ενασχολούμαι σε κάτι, καταγίνομαι μ' αυτό
αρχ.
1. τρίβω, τρίβω δυνατά «χερσί διατρίψας», Όμ.)
2. καταναλώνω, φθείρω, καταστρέφω («πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)
3. αναβάλλω εξαιτίας τής αργοπορίας μου, εμποδίζω, παρακωλύω («οὔ τι διατρίβω μητρός γάμον, ἀλλά κελεύω γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — ούτε καθυστερώ τον γάμο τής μητέρας μου αλλά τήν προτρέπω να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)
4. φρ. «ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο τού γάμου για τους Αχαιούς Όμ.
5. (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῑο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, Όμ.
6. μέσ. καθυστερώ, χρονοτριβώ («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατρίβω — διατρί̱βω , διατρίβω rub hard pres subj act 1st sg διατρί̱βω , διατρίβω rub hard pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρίβητε — διατρίβω rub hard aor imperat pass 2nd pl διατρί̱βητε , διατρίβω rub hard pres subj act 2nd pl διατρίβω rub hard aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρῖβον — διατρίβω rub hard pres part act masc voc sg διατρίβω rub hard pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρῖψον — διατρίβω rub hard fut part act masc voc sg διατρίβω rub hard fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέτριβεν — διατρίβω rub hard aor ind pass 3rd pl (epic) διέτρῑβεν , διατρίβω rub hard imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβεῖσα — διατρίβω rub hard aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβῆναι — διατρίβω rub hard aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβῇ — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβῇσι — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg (epic) διατριβή wearing away fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβήσονται — διατρίβω rub hard fut ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”